πωρίασις

πωρίασις
πωρίασις
callus on the eyelid
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πωρίασις — άσεως, ἡ, Α απόστημα τών οστών τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πωριῶ < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ, ναυτ ιῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”